- παρθενοποιός
- -όν, Μαυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι παρθένο («παρθενοποιὸς τῶν ψυχῶν», Κύριλλ. Ιεροσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
παρθενοποιώ — έω, Α [παρθενοποιός] καθιστώ κάποιον ή κάτι παρθένο, αγνό … Dictionary of Greek
ԿՈՒՍԱՐԱՐ — ( ) NBH 1 1124 Chronological Sequence: Unknown date ա. παρθενοποιός qui virgines facit. Որ կոյսս առնէ, ողջախոհացուցիչ. *Զի ʼի կուսէ ծնանելոց էր կուսարարն հոգւոց. Կոչ. ՟Ժ՟Բ. (հին տպ. կուսարանն:) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)